- βρεκεκέξ
- (Α βρεκεκέξ)απομίμηση της φωνής των βατράχων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία που μιμείται το κόασμα των βατράχων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαβαιάξ — επιφών. (Α) εντονότερος τ. του βαβαί. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού βαβαί, που λήγει σε ξ, όπως πολλές ηχομιμητικές λέξεις (πρβλ. βρεκεκέξ, κοάξ, παπαιάξ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
κοάξ — (AM κοάξ) η φωνή τών βατράχων ονοματοποιημένη («βρεκεκὲξ κοὰξ κοάξ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ονοματοποιίας από ηχομίμηση] … Dictionary of Greek